- παραλαβαίνω
- παράλαβα, παραλήφθηκα, παίρνω κάτι που μου δίνεται: Η επιστολή παραλήφθηκε από τον αποδέκτη της σήμερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παραλαβαίνω — (διαλ. τ.) παραλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + λαβαίνω (βλ. λ. λαμβάνω)] … Dictionary of Greek
παραλαβή — η 1. η πράξη του παραλαβαίνω: Η παραλαβή των εκλογικών βιβλιαρίων θα γίνεται στο εξής από ειδικό γραφείο του Δήμου. 2. το τμήμα απ όπου παραλαβαίνει κανείς κάτι: Οι πελάτες των καταστημάτων πληρώνουν στο ταμείο και παίρνουν τα ψώνια τους από την… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιλαβαίνω — περίλαβα 1. περιλαμβάνω, παίρνω, έχω μέσα, χωράω, περικλείνω. 2. παραλαβαίνω, δέχομαι, παίρνω: Σήμερα περιλάβαμε το εμπόρευμα από το τελωνείο. 3. πιάνω, τσακώνω, αρπάζω, περιαδράχνω: Τον περίλαβε από το γιακά και τον ταρακούνησε απειλητικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)